- τῖμον
- τῖμοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαουτιέρης — και λαουτάρης, ο αυτός που παίζει λαούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαούτο + κατάλ. ιέρης, (πρβλ. καμηλ ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
μπουρλοτιέρης — ο 1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής 2. (κατ επέκτ.) εμπρηστής 3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. ιέρης < ιταλ. κατάλ. iere (πρβλ. κανον ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
σκουνιέρης — ο, Ν ο πλοίαρχος σκούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούνα «είδος ιστιοφόρου πλοίου» + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γονδολ ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek